- ἐνδέμω
- ἐνδέμω,A wall up,
τὰς διασφάγας Hdt.3.117
.II build in a place,τρεῖς μέν οἱ πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Theoc.17.82
:—[voice] Med., build or make for oneself in,κοῖτον θάμνῳ Nic.Th.419
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.